- κραυγάζοντα
- кричащие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
κραυγάζοντα — κραυγάζω bay pres part act neut nom/voc/acc pl κραυγάζω bay pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)